- καταριθμήσομεν
- καταριθμέωcountaor subj act 1st pl (epic)καταριθμέωcountfut ind act 1st plκαταριθμέωcountaor subj act 1st pl (epic)καταριθμέωcountfut ind act 1st plκατᾱριθμήσομεν , καταριθμέωcountfutperf ind act 1st pl (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.